- κορτικοθεραπεία
- ηιατρ. η χρησιμοποίηση τών κορτικοειδών για θεραπευτικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. corticotherapie < cortico- (< λατ. cortex, -icis «φλοιός» + συνδετικό φωνήεν -ο-) + therapie (πρβλ. θεραπεία)].
Dictionary of Greek. 2013.